διασταλτός

διασταλτός
η , ό[ν] способный расшириться, растягиваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διασταλτός" в других словарях:

  • διασταλτός — ή, ό αυτός που μπορεί να διασταλεί …   Dictionary of Greek

  • διασταλτός — ή, ό 1. αυτός που είναι δυνατόν να διασταλεί. 2. το ουδ. ως ουσ., διασταλτό η διασταλτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίδια — (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»